επεισοδιακός

επεισοδιακός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επεισόδιο
2. παρέμβλητος, επουσιώδης
3. εκείνος που προκαλεί πρόσκαιρες ζωηρές εντυπώσεις («επεισοδιακή εμφάνιση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Κ. Δ. Σούτζο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επεισοδιακός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται σε επεισόδιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”